Συνολικές προβολές σελίδας

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου


Από το Blogger.


Translate

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ο ΚΛΑΔΟΣ ΜΑΣ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

  Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης βρίσκετε ο κλάδος. Οι εξελίξεις τρέχουν πριν προλάβει να στεγνώσει το μολύβι, χωρίς να προλαβαίνουμε να αντι...

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Οι προτάσεις της Έκθεσης ΟΟΣΑ για τα αρτοποιεία




ΟΟΣΑ
 (1.3.1)  Περιγραφή του περιορισμού και του αντικειμενικού σκοπού

«Το πλαίσιο Νόμου 3526/2007  (23) για αρτοποιεία (αρτοποιητική νομοθεσία) καθορίζει  για το τι είναι αρτοποιείο από πλευράς εγκατάστασης (24). Τα κριτήρια ενός αρτοποιείου εν σχέση με «σημείο πώλησης ψωμιού» είναι ότι το πρώτο πληροί τον κύκλο της παραγωγής μέσα στο κατάστημα,  δηλ. από  την επιλογή και χρήση πρώτων  υλών, (ωμή ζύμη) μέχρι την τελική ολοκλήρωση του προϊόντος. Ένα «σημείο πώλησης ψωμιού» είναι το μέρος της πώλησης του ψωμιού και των αρτοποιητικών προϊόντων.
(Σημ. Εφημ.: Προφανώς εννοεί το πρατήριο)
 Ένα μέρος από τη παραγωγή, μπορεί επίσης να παραχθεί σε αυτό το σημείο πώλησης (δηλ. η τελική έψηση).
(Σημ. Εφημ.: Προφανώς εννοεί τις εγκαταστάσεις έψησης).
 Ο νόμος επίσης καθορίζει (25) για ότι μόνο το  φυσικό πρόσωπο,  ή  νομικό  πρόσωπο πού εμπλέκεται στον όλο κύκλο, πχ. στην επιλογή των ακατέργαστων υλικών, το ζύμωμα της ζύμης, το ψήσιμο των προϊόντων  επιτρέπεται να  χρησιμοποιεί τον όρο «αρτοποιός» και την εμπορική  χρήση των τίτλων όπως «αρτοποιός» «αρτοποιείο» ή «φούρνος».
Η επίσημη  αναφορά  αναφέρει ότι η νομοθεσία σκοπεύει να εξασφαλίσει ότι οι σχετικές παραδοσιακές δραστηριότητες προφυλάσσονται, ενώ εξασφαλίζεται ότι οι καταναλωτές δεν παραπλανόνται.

                                   Ζημιά στον ανταγωνισμό
Ο ακριβής ορισμός του «αρτοποιός» ή «αρτοποιείο» δεν είναι σαφής για τους καταναλωτές. Επί πλέον φαίνεται ότι ο, σύμφωνα με το νόμο,  περιορισμός ευνοεί  τα παραδοσιακά ή βιοτεχνικά αρτοποιεία, καθώς και  τα δύο, δηλ. «σημεία πώλησης ψωμιού» και «αρτοποιεία» παράγουν όμοια προϊόντα και οι καταναλωτές  τα εκλαμβάνουν  σαν τελείως ταυτόσημα. Συνεπώς αυτός ο ορισμός τεχνητά  χωρίζει την αγορά και περιορίζει τον ανταγωνισμό με το να επιβάλει περιορισμούς στις ικανότητες μερικών ανταγωνιστών, να περνούν στην αγορά σαν «αρτοποιοί».
                                         Συστάσεις και οφέλη
Οι  καταναλωτές δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν τη διαφορά μεταξύ ενός αρτοποιείου και ενός σημείου πώλησης ψωμιού. Έρευνες της αγοράς (26) δείχνουν π.χ. ότι η πλειονότητα των καταναλωτών δεν φαίνεται να καταλαβαίνει τη διαφορά μεταξύ ενός αρτοποιείου και ενός σημείου πώλησης ψωμιού (από πλευράς παραγωγής).
Πράγματι η διαδικασία της έψησης της ζύμης και η πραγματοποίησή της σε ένα τελικό προϊόν (π.χ. ψωμί – αρτοσκευάσματα) είναι η ίδια, άσχετα αν αυτά παράγονται σε ένα αρτοποιείο, ή σε ένα σημείο πώλησης άρτου.
Εν τούτοις το άρθρο αυτό θα έπρεπε να αλλάξει και ο καθορισμένος προσδιορισμός θα  έπρεπε να καταργηθεί.  Επιλογές μάρκετινγκ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αντί αυτού.  Για παράδειγμα  τα αρτοποιεία θα μπορούσαν να  υπερτονίζουν ότι όλη η παραγωγή λαμβάνει χώρα στο ίδιο κατάστημα (χρησιμοποιώντας μια πινακίδα που να λέει «ζυμώνεται και ψήνεται μέσα στο ίδιο το κατάστημα», ή να εμπορεύεται τα προϊόντα του χρησιμοποιώντας τον όρο «φρέσκα», πράγμα το οποίο προσδιορίζεται στον ίδιο νόμο. Τελικά ο προσδιορισμός μπορεί να καταργηθεί χωρίς να δημιουργηθούν νομικά θέματα, που αφορούν τη χορήγηση αδειών, (δηλ. η βιομηχανική διάκριση παραμένει  όταν λαμβάνει χώρα η παραγωγή).
Ωστόσο , σημεία πώλησης χωρίς ευκολίες για την παρασκευή του ψωμιού  δηλ. χωρίς εγκαταστάσεις ψησίματος, δεν θα έπρεπε να αποκαλούνται αρτοποιεία και αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται  στον κανονισμό.


(1.3.2) Προσδιοριζόμενα βάρη για το ψωμί
και τα  αρτοποιητικά είδη
Περιγραφή του περιορισμού και του αντικειμενικού σκοπού
Ο νόμος καθορίζει ότι μόνο μερικοί τύποι βάρους για το ψωμί και τα αρτοποιητικά είδη (ψημένα) μπορούν να πωληθούν στον τελικό καταναλωτή. Ειδικά το άρθρο 10  (παρ. 3,4,5) καθορίζει ότι το ψωμί μπορεί να πωληθεί μόνο με βάρος 500 γραμμ., 1000 γραμμ., 1500 γραμμ. και 2000 γραμμ. και αρτοποιητικά είδη σε συσκευασίες των 250 γραμμ., 350 γραμμ., 500 γραμμ. 750 γραμμ. και 1000 γραμμ. Τελικά  το μίνιμουμ  του βάρους για ένα παραδοσιακό ελληνικό κουλούρι, ορίζεται σε 40 γραμμ. Δεν υπάρχει επίσημη αναφορά γι΄ αυτή την ιδιαίτερη διάταξη. Όμως φαίνεται  ότι ο αντικειμενικός σκοπός αυτού του άρθρου   είναι να προστατεύσει τον καταναλωτή από του να αγοράζει κάτω από τις προσδιοριζόμενες ποσότητες ή να διευκολύνει τις συγκρίσεις τιμών μεταξύ των ομοειδών προϊόντων.
 
                                      Ζημιά στον ανταγωνισμό
Έρευνες της αγοράς έχουν δείξει ότι τα προσδιορισμένα βάρη δεν μπορούν να αποφασιστούν εκ των προτέρων   και  υπάρχει κίνδυνος το τελικό προϊόν να είναι μικρότερο του προσδιορισμένου βάρους.
Επί πλέον ο αυστηρός προσδιορισμός του βάρους οδηγεί σε απώλειες και περιορίζει την ποικιλία των προϊόντων χωρίς να εξασφαλίζει την προστασία του καταναλωτή. Τα οριζόμενα βάρη περιορίζουν την δυνατότητα στα μαγαζιά να διαλέγουν ελεύθερα πιο προϊόν θα έχει επιτυχία, σύμφωνα με τη ζήτηση της αγοράς. Λόγω της παρούσας οικονομικής κατάστασης, είναι επίσης πιθανό, ο καταναλωτής να θέλει να αγοράσει μικρότερες ποσότητες για χαμηλότερη τιμή από του να αγόραζε το στάνταρ μέγεθος του ψωμιού (για παράδειγμα 500 γραμμ. ή 350 γραμμ.) και να μη το καταναλώσει όλο. Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με έρευνες της αγοράς το 81,2% των νοικοκυριών καταναλώνει  μέχρι 500 γραμμ. ψωμί καθημερινά (27) και από αυτό  συμπεραίνεται  ότι αν οι καταναλωτές έχουν την ευκαιρία  και μια ευρύτερη επιλογή να αγοράσουν λιγότερο, τότε πιθανόν θα το κάνουν. Μια παρόμοια απελευθέρωση αγοράς έλαβε χώρα  το 2010 στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου δύο πανάρχαια άρθρα, (Διατάξεις για το ψωμί του 1822 και 1836)  υποχρέωναν τους αρτοποιούς και τους εμπόρους λιανικής να πωλούν ασυσκεύαστο ψωμί των 400 γραμμ. ή σε πολλαπλάσιο.
Ο πίνακας 1.1 κατωτέρω δείχνει τι έλαβε υπόψη η κυβέρνηση όταν αποφάσισε να απελευθερώσει  τα ορισμένα βάρη του ψωμιού.

Πίνακας 1.1. Ειδικά βάρη του ψωμιού - καρβέλι.
Ένα παράδειγμα από το Ηνωμένο Βασίλειο
                                      Η ιστορία του κανονισμού
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρακινούμενη από την ντιρεκτίβα 2007/45  που έθεσε καινούργια στάνταρ στα ονομαστικά βάρη και αναλογίες των προ-συσκευασμένων προϊόντων, αναθεώρησε όλες τις  κανονισθείσες ποσότητες.
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναθεώρησε τις προσδιορισθείσες  ποιότητες για τα μη προ-συσκευασμένα προϊόντα ώστε να εξασφαλίσει  το να παραμείνουν κατάλληλα και να συνεχίσουν να προστατεύουν  τους καταναλωτές  χωρίς καμιά από τις μη αναγκαίες επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις.

Εκτιμήσεις
Η νομοθεσία στο πεδίο αυτό σκοπεύει να προστατεύει τους καταναλωτές από μικρότερες ποσότητες  και να τους εξασφαλίζει  να έχουν επαρκή πληροφόρηση,  σχετικά με την ποσότητα, καθώς επίσης   να παίρνουν σωστές αγοραστικές αποφάσεις (28).
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασε τον κανονισμό κάτω από μια δημόσια διαβούλευση και προχώρησε με τη κατάλληλη  εκτίμηση.
Όσον αφορά την ανταγωνιστική εκτίμηση, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφερε ότι προσδοκούσε οι προτάσεις  να έχουν θετική επίδραση επί του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων για αρκετούς λόγους: α) δεν υπάρχει, δυσανάλογες επιπτώσεις,  σε κανένα μέρος της   αγοράς, έτσι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κανένας ανταγωνισμός,  β) η απελευθέρωση  του ασυσκεύαστου ψωμιού το ευθυγραμμίζει  με το προ-συσκευασμένο  ψωμί, πράγμα που αφαιρεί οποιαδήποτε  δυνατά ανταγωνιστικά μειονεκτήματα μεταξύ των αγορών,  γ) η αγορά μπορεί να αναζωογονηθεί  περαιτέρω με το να μπουν σ’ αυτή καινούργιες επιχειρήσεις οι οποίες επιθυμούν να καινοτομήσουν ειδικά στον τομέα του κρασιού χωρίς καμιά δέσμευση για προσδιορισμένες ποσότητες.
                     Το Ηνωμένο Βασίλειο κατάργησε τον κανονισμό
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ακύρωσε τη διάταξη, επιδιώκοντας  αυτή την απελευθέρωση που ίσως έφερνε οφέλη στις επιχειρήσεις, καθώς θα μπορούσαν να καινοτομήσουν με το να εισάγουν καινούργια προϊόντα και καινούργιες αναλογίες και να πετύχουν τη ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών.

Συστάσεις και οφέλη
Μια διάταξη για να προσδιοριστούν με ετικέτες το ψωμί και τα αρτοποιητικά είδη με σαφείς υποδείξεις για την τιμή ανά κιλό   θα  παρέχει κάθε δυνατή προστασία στους καταναλωτές και συγχρόνως  θα τους επιτρέπει να συγκρίνουν τις τιμές μεταξύ των προϊόντων. Σαν επιπρόσθετη επιλογή, προϊόντα που κοινώς πωλούνται ανά τεμάχιο, θα μπορούσαν να εκθέτουν την τιμή μονάδας  σαν δεύτερη ένδειξη. Τιμή ανά κιλό, όμως,  θα έπρεπε  επίσης να δείχνεται.
Οι επιλογές αυτές μπορούν να υλοποιηθούν κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής  περιόδου για να βοηθήσουν  τους καταναλωτές στην έναρξη της απελευθέρωσης του βάρους.
Τα  αγαθά της απελευθέρωσης του βάρους του ψωμιού και των αρτοποιητικών ειδών, ενώ επιβάλλονται αυστηρές  εφαρμογές  ταμπελών με τιμές ανά κιλό, είναι πιθανό να δημιουργήσουν ευρύτερες ευκαιρίες  για τα αρτοποιεία για να συναγωνιστούν και να διαλέγουν το καλύτερο μέγεθος των προϊόντων σε σχέση με  τη ζήτησης από τους καταναλωτές τους. Επί πλέον θα δημιουργηθούν ευκαιρίες για καινούργιες επιχειρήσεις ή προϊόντα και θα ενταθεί η διαφοροποίηση προϊόντων και ποικιλίας. Με το να εκτίθεται σαφώς η τιμή ανά κιλό, η προστασία του καταναλωτή θα ενδυναμωθεί.


(1.3.3) Λειτουργία των σημείων πώλησης του ψωμιού 
Περιγραφή του περιορισμού και  αντικειμενικός σκοπός

Το άρθρο 4 παρ. 1 του νόμου 3526/2007  καθορίζει την εγκατάσταση των σημείων πώλησης του ψωμιού, είτε λειτουργούν σαν ανεξάρτητες εγκαταστάσεις ή όχι. (31) Σύμφωνα με τον κανονισμό, σημεία πώλησης του ψωμιού δεν επιτρέπεται να λειτουργούν  σε κρεοπωλεία, καταστήματα πουλερικών, περίπτερα,  ή σε καταστήματα ψιλικών.
Η διάταξη αυτή δημιουργεί δύο τύπους περιορισμών :  α) απελευθερώνει τα κανονικά καταστήματα τροφίμων να πωλούν ψωμί και β) απαγορεύει από τα μη καταστήματα τροφίμων  να πωλούν ψωμί. Η επίσημη αναφορά αναφέρει ότι ο σκοπός αυτού του περιορισμού είναι η προστασία του καταναλωτού, (Υγεία και Ασφάλεια).
Ζημιά στον ανταγωνισμό
Ο  κανονισμός  αυτός περιορίζει τις δυνατότητες της πώλησης του ψωμιού και γι αυτό περιορίζει τον αριθμό των προμηθευτών ψωμιού. Αυτό, σαφώς, εμποδίζει τον ανταγωνισμό. Επί πλέον οι  περιορισμοί αυτοί  αποθαρρύνουν καινούργιες επιχειρήσεις  πολλαπλών ειδών τροφίμων να  μπουν στην αγορά και ως εκ τούτου  εμποδίζουν τον ανταγωνισμό που διαφορετικά θα παρείχε καλύτερες υπηρεσίες και με περισσότερες ανταγωνιστικές τιμές. Για παράδειγμα ένα κρεοπωλείο Ντελικατέσεν,  θα μπορούσε να πουλά, ή να φτιάχνει σάντουιτς χωρίς αυτό τον περιορισμό, επιτρέποντας μια στάση για  αγορές και γεύμα.. Διεθνής εμπειρία υποδεικνύει ότι δεν υπάρχει τέτοιου είδους περιορισμός στο υπόλοιπο της Ευρώπης. Στην Ιταλία για παράδειγμα ο νόμος (32) επιτρέπει  να πωλείται ψωμί στα κρεοπωλεία και στα ψαράδικα με την προϋπόθεση ότι το κατάστημα  έχει συμμορφωθεί με τους  σχετικούς κανονισμούς υγείας  και ασφάλειας. Αυτό ίσως περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την ανάγκη ενός ξεχωριστού χώρου εργασίας όπου διακινείται το ψωμί. Στην περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να στηθεί ένας ξεχωριστός χώρος εργασίας, ένα πεδίο για την αποκλειστική διάθεση του ψωμιού, αυτή θα έπρεπε να διεξάγεται στο κυρίως τραπέζι εργασίας.
Συστάσεις και οφέλη
Επί του παρόντος η ελληνική νομοθεσία ορίζει ότι οιοσδήποτε λειτουργός σημείου πώλησης ψωμιού, θα έπρεπε οπωσδήποτε να κατέχει άδεια για να πουλά ψωμί, αφού έχει αποδείξει ότι το κατάστημα πληροί τα απαραίτητα για την υγεία και ασφάλεια. Με άλλα λόγια η  οικονομική πολιτική  στην κατεύθυνση της ευημερίας  επιτυγχάνεται χωρίς τέτοιους περιορισμούς. Επί πλέον, αν υποθέσουμε ότι ο φορέας χάραξης της πολιτικής προσπάθησε να εμποδίσει την διασταυρούμενη επιμόλυνση  των ειδών διατροφής ο περιορισμός δεν φαίνεται να αναλογεί σε όλες τις περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ένα κατάστημα με ευκαιριακά είδη δεν είναι πιθανό να παρουσιάσει  τέτοιο κίνδυνο, όταν πουλάει κανονικά προϊόντα και άλλα αγαθά  ταχείας κατανάλωσης. Τελικά το ίδιο επιχείρημα  συνάγεται  για τον περιορισμό του να μην επιτρέπεται να λειτουργεί σημείο πώλησης  ψωμιού σε ένα κατάστημα μη ειδών διατροφής. Ένα σημείο πώλησης ψωμιού θα χρειαστεί μια άδεια για να αρχίσει μια επιχείρηση καθώς και όλα τα απαραίτητα για την ασφάλεια θα ελεγχθούν. Επομένως, ένα σημείο πώλησης ψωμιού μπορεί να λειτουργήσει εντός καταστήματος  ακόμη κι αν δεν αποτελεί ξεχωριστό και ανεξάρτητο μέρος. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση, τότε, θα έπρεπε να δημιουργήσει το απαραίτητο και ασφαλές περιβάλλον (δηλ. εγκατάσταση ISO 22000) να πουλάει ψωμί (όπως  κάθε άλλο είδος τροφίμου) και θα της επιτρεπόταν να το κάνει αυτό ασχέτως της  φύσεως αυτού.
Οι υποδείξεις είναι: α) να καταργηθεί η εξαίρεση του να μην επιτρέπεται  να λειτουργούν σημεία πώλησης ψωμιού σε κρεοπωλεία, ψαράδικα, καταστήματα πουλερικών, περίπτερα και παντοπωλεία και β) να επιτρέπεται να πωλείται ψωμί  σε καταστήματα μη  ειδών διατροφής.
Η κατάργηση των περιορισμών ίσως οδηγήσει σε περισσότερους προμηθευτές και ως εκ τούτου σε περισσότερα σημεία πώλησης ψωμιού στην αγορά, πράγμα που  οδηγεί  τους καταναλωτές σε μια ευρύτερη επιλογή, (για παράδειγμα ένας κρεοπώλης πουλάει ψωμί για την διευκόλυνση των πελατών).


 (1.3.4.) Εισφορά στα άλευρα

Η Υπουργική απόφαση 131/3/1780/1974  (33) εγκαθιστά μια εισφορά στην αγορά του αλεύρου από οποιοδήποτε αγοραστή υπέρ του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης  Αρτοποιών «ΤΕΑΑ» την παρούσα στιγμή κάτω από τον Οργανισμό Ασφάλισης  Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ). Μετά  την τροποποίηση του 2007 το ποσόν της εισφοράς είναι  0,016 λεπτά ανά κιλό αλεύρι (0,40 λεπτά για 25 κιλά). Η πιο πρόσφατη τροποποίηση  του 2007 (34)  επίσης αποφάσισε ότι το 2,9%  του συνολικού ποσού που προκύπτει θα συνεισφέρεται στην Ομοσπονδία Αρτοποιών Ελλάδος ΟΑΕ. Αυτό σκοπεύει στην οικονομική υποστήριξη των κοινωνικών ασφαλίσεων των αρτοποιείων για να εξασφαλιστούν τα κοινωνικά και υγιεινά οφέλη  τους και το εισόδημα συντάξεων.

Ζημιά στον ανταγωνισμό
Η εισφορά ανεβάζει το  κόστος αγοράς του αλεύρου συμπεριλαμβανομένων και των βιομηχανιών που δεν είναι καταγραμμένες ως αρτοποιοί. Έρευνες στην αγορά δείχνουν ότι η υποχρέωση έχει σχέση με την κύρια δραστηριότητα της λειτουργίας. Για παράδειγμα τα σημεία πώλησης ψωμιού έχουν άδεια για ψωμί και αρτοποιητικά προϊόντα και έχουν υποχρέωση να πληρώνουν εισφορά, ενώ αντιθέτως τα ζαχαροπλαστεία τα οποία έχουν άδεια για την παραγωγή γλυκών δεν είναι υποχρεωμένα να πληρώνουν ακόμη κι όταν παράγουν επίσης αρτοποιητικά είδη. Συνεπώς οι  ανταγωνιστές αντιμετωπίζουν διάφορο κόστος για το ίδιο προϊόν.
Από μιας οικονομικής άποψης, μια εισφορά στο αλεύρι έχει όμοιο αποτέλεσμα όπως εκείνο ενός φόρου, πράγμα το οποίο ανεβάζει το περιθώριο κόστους  των ακατέργαστων υλικών. Το υψηλότερο κόστος των ακατέργαστων υλικών πληγώνει τον καταναλωτή κατά πολλούς τρόπους. Κατ’ αρχήν αυτό σημαίνει  ένα επιπρόσθετο  κόστος προς τους παραγωγούς το οποίο θα ενσωματωθεί εν μέρει ή στο σύνολο στην τελική τιμή του καταναλωτή.  Δεύτερον, αν οι παραγωγοί μειώσουν την παραγωγή τους προς τα έξω εξαιτίας του υψηλού κόστους, αυτό μεταφράζεται σε χαμηλότερα εισοδήματα και λιγότερη εργασία για τα αρτοποιεία και τους άλλους αγοραστές αλεύρων.
Η πρόβλεψη αυτή, επίσης, οδηγεί  σε μια διαφορετική χρήση των εγχώριων μύλων, οι οποίοι πρέπει να ενεργούν σαν φοροεισπράκτορες και πρέπει να πληρώνουν  την εισφορά προς το  κράτος κατά τον ίδιο μήνα  που ο πελάτης τιμολογήθηκε. Όμως όταν ξένοι μύλοι εισάγουν κατευθείαν προς τους αγοραστές (οι οποίοι υπόκεινται σ’ αυτή την υποχρέωση) είναι δύσκολο να ελέγξεις  αν ο αγοραστής πράγματι πληρώνει το φόρο. Υπό αυτή την έννοια η εισφορά αυτή μεροληπτεί  ενάντια στην εγχώρια παραγωγή αλεύρου.

Συστάσεις και οφέλη
Σύσταση: Η εισφορά θα έπρεπε να καταργηθεί. Οι αρτοποιοί που είναι εγγεγραμμένοι και ευεργετούνται από το ταμείο συντάξεως θα έπρεπε να πληρώνουν κατευθείαν στο ταμείο συντάξεώς τους. Με το να καταργηθεί η εισφορά στο αλεύρι οι αποταμιεύσεις θα έπρεπε να  καλυφθούν μέσω των χαμηλών τιμών. Επί πλέον οι εγχώριοι μύλοι θα βελτιώσουν την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται τους ξένους για τις τιμές των προϊόντων. Με μια κατ’ εκτίμηση  παραγωγή αλεύρου μεταξύ 500.000 και 700.000 τόνων  τα εισοδήματα από τις εισφορές ανέρχονται μεταξύ 8 και 11 εκατομ. ευρώ. Καταργώντας αυτή την εισφορά θα μειωνόταν σημαντικά το κόστος παραγωγής και θα καθιστούσε τους ελληνικούς μύλους πάλι πιο ανταγωνιστικούς.


(1.3.5.) Αποθήκευση  αλεύρων, αλατιού και καυσίμων κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων

Το άρθρο 16 του νόμου 3526/2007 αναφέρει ότι μια αρτοποιητική επιχείρηση θα έπρεπε να αποθηκεύει  αλεύρι, αλάτι και καύσιμα  σε ποσότητες που μπορούν να καλύψουν, σύμφωνα με την καθημερινή κατανάλωση, την περίοδο από μέσα Ιουνίου έως τα μέσα Σεπτεμβρίου και για 7 ημέρες κατά τη διάρκεια της περιόδου από μέσα Σεπτεμβρίου έως  μέσα Ιουνίου.
Ο αντικειμενικός σκοπός   του όρου, σύμφωνα με την επίσημη αναφορά, είναι η ασφάλεια της αγοράς σε προμήθειες.

Ζημιά  στον ανταγωνισμό
Γεγονός οφειλόμενο στον αριθμό των επιχειρήσεων και σε σχέση με την οικονομική πολιτική σε κανονικές συνθήκες δεν είναι πιθανός ένας κίνδυνος στέρησης ψωμιού. Η πρόβλεψη είναι μη ενεργή  στην πράξη και την παρούσα στιγμή  δημιουργεί αβεβαιότητες στο επιχειρησιακό περιβάλλον. Η υποχρέωση φαίνεται αντικειμενική και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από πλευράς του κανονισμού και της ανάπτυξης της αρτοποιητικής αγοράς. Αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει άμεσα τον ανταγωνισμό.  Όμως μπορεί να αυξήσει το κόστος των λειτουργιών. Επί πλέον η υποχρέωση  δεν μπορεί να υλοποιηθεί με ένα λογικό τρόπο και ίσως δημιουργήσει αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις. Τέλος, καθώς υπάρχει οριζόντια νομοθεσία γι αυτό ζητείται από το κράτος, σε περιπτώσεις εθνικών δύσκολων καταστάσεων να καλύπτει επίσης και τέτοιες περιπτώσεις.

Συστάσεις  και οφέλη
Επί πλέον στην ανωτέρω αναφερόμενη ανάλυση, η πρόβλεψη αυτή θα έπρεπε να καταργηθεί. Το όφελος από την κατάργηση αυτής της πρόβλεψης  θα είχε μια σχετική επίδραση  στο κόστος των επιχειρηματιών, αν αυτοί, πράγματι,  σεβόταν τον νόμο. Όμως καθώς αυτό το άρθρο είναι μη ενεργό στη πράξη, η αναμφίβολη ανάκλησή του θα είχε  ως αποτέλεσμα μικρότερη νομική αβεβαιότητα, ειδικά για τους νέους επιχειρηματίες.

Οι μεταβατικές διατάξεις του Ν. 3526/07


(1.3.6.)  Άλλες διατάξεις
Το άρθρο 20 του νόμου 3526/2007  παρουσιάζει αρκετές μεταβατικές και τελικές προβλέψεις κατά τη στιγμή της νομοθεσίας τους.
Η παρ. 4 αναφέρει  ότι παλαιά σημεία πώλησης ψωμιού πληρούν τις προβλέψεις που ίσχυαν προηγουμένως (κατά τη στιγμή της έκδοσης των αδειών. Η παρ. 5 καθορίζει  ότι τα παλιά αρτοποιεία, βιομηχανίες και εργαστήρια μπορούν να εκπληρώσουν τις διατάξεις που ίσχυαν προηγουμένως (τη στιγμή της έκδοσης των αδειών). Η παρ. 6 καθορίζει ότι οι άδειες  που εκδόθηκαν πριν από αυτό το νόμο για τα αρτοποιεία, βιομηχανίες και εργαστήρια είναι ακόμη εν ισχύ μέχρι να λήξει η ημερομηνία.
Η επίσημη αναφορά αυτού του νόμου δεν αναφέρει κανένα ειδικό λόγο γι' αυτές τις μεταβατικές διατάξεις. Όμως το κυριότερο κίνητρο  πίσω από αυτά τα παμπάλαια άρθρα είναι ότι οι καινούργιοι νόμοι και κανονισμοί ίσως θέσουν μια  αδικαιολόγητη  επιβάρυνση  κόστους επάνω σε επιχειρηματίες, οι οποίοι έκαναν τις επενδύσεις τους σε παραγωγές και άρχισαν να λειτουργούν κάτω από παλιότερους κανονισμούς.

Ζημιά στον ανταγωνισμό
Παμπάλαια άρθρα αναφέρονται σε καταστάσεις όμοιες με αυτές που περιγράφηκαν ανωτέρω, όπου οι υπάρχουσες επιχειρήσεις  επιτρέπεται να συνεχίσουν τις λειτουργίες τους κάτω από παλαιούς κανονισμούς, όπου νέες επιχειρήσεις υπόκεινται στις πιο νεώτερες, συνήθως αυστηρότερες διατάξεις και κανονισμούς. Ακόμη κι αν were set in force για πιο ήπια νομοθεσία, στη πράξη αυτές οι διατάξεις παρέχουν ένα διαφορετικό πλαίσιο για υπάρχουσες επιχειρήσεις και για νέες προσχωρήσεις. Υπό αυτή την έννοια  ο νόμος δεν εφαρμόζεται σε λειτουργούσες  επιχειρήσεις και δεν υπάρχει απαίτηση για ρύθμιση στη νέα νομοθεσία.
Αυτές οι ανισότητες μεταξύ των αρτοποιείων, των σημείων πώλησης  ψωμιού, εργαστηρίων και καινούργιων επιχειρήσεων, μπορούν να δημιουργήσουν διαφορές στο κόστος και να ενεργήσουν σαν φραγμός για τις νέες προσχωρήσεις.
Επί πλέον είναι δύσκολο και για τον  έλεγχο των αρχών και των επιχειρήσεων να υλοποιήσουν το προηγούμενο νόμιμο πλαίσιο το οποίο είχε ανακληθεί. Υπό την έννοια αυτή οι διατάξεις αυτές φαίνονται ασαφείς και αδικαιολόγητες, δημιουργώντας ένα νομικό κενό και αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις.

Συστάσεις και οφέλη
Ακολουθώντας την ανωτέρω ανάλυση, οι διατάξεις αυτές θα έπρεπε να τροποποιούνται  ούτως ώστε να αφαιρούνται οι εξαιρέσεις.  Η τροποποίηση θα επηρεάσει  κατά κάποιο τρόπο όλες τις επιχειρήσεις που λειτουργούν στον τομέα του ψωμιού και θα ισορροπήσουν τις διαφορές του κόστους ανάμεσα στους νέους και παλαιούς επιχειρηματίες. Επί πλέον οι τροποποιήσεις θα παρέχουν ένα επιχειρησιακό περιβάλλον χωρίς  νομικές  αβεβαιότητες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου